συντετριμμένος

συντετριμμένος
συντετρῑμμένος , συντρίβω
rub together
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταρράσσω — καταρράσσω, αττ. τ. καταρράττω, ιων. τ. καταρρήσσω (Α) 1. ορμώ δυνατά και βίαια 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατερραγμένος, η, ον απογοητευμένος, συντετριμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥάσσω «ορμώ, κλονίζω» (βλ. και κατ αράσσω)] …   Dictionary of Greek

  • καταρρίπτω — (AM καταρρίπτω και καταρίπτω, Α και καταρριπτέω) 1. ρίχνω κάτω 2. γκρεμίζω νεοελλ. 1. ακυρώνω κάτι που ίσχυε, ανατρέπω, ανασκευάζω («κατέρριψε τα επιχειρήματα τού αντιδίκου ένα προς ένα») 2. υπερβάλλω, ξεπερνώ κάποιον σε αγώνα («κατέρριψε το… …   Dictionary of Greek

  • κροιός — (AM) μσν. κολοβός αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «νοσώδης, ἀσθενής». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με λιθουαν. kreivas, kraivas «καμπύλος, κυρτός» (πρβλ. κριός). Κατ άλλη άποψη, συνδέεται με τον τ. κεραΐζω «φονεύω» ή, κατ άλλους, με τη λ.… …   Dictionary of Greek

  • νεκρώνω — (ΑΜ νεκρῶ, όω, Μ και νεκρώνω) [νεκρός] 1. επιφέρω παύση τών λειτουργιών τής ζωής, προκαλώ θάνατο, θανατώνω («οὐ κατενόησε τὸ ἑαυτοῡ σῶμα ἤδη νενεκρωμένον», ΚΔ) 2. αμβλύνω τις αισθήσεις, παραλύω, ναρκώνω, απονεκρώνω («νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ …   Dictionary of Greek

  • πολύθρυπτος — ον, Μ 1. πολύ συντετριμμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύθρυπτον η μεγάλη συντριβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρυπτός (< θρύπτω «τρίβω, συντρίβω»)] …   Dictionary of Greek

  • σαβακός — ή, όν, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) (στους Χίους) «σαθρός» 2. (για έλκος) αυτός που έχει σαπίσει ή ο σχεδόν σάπιος 3. συντετριμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος, άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα ακός (πρβλ. μαλ ακός, τριβ ακός). Η σύνδεση με το όν …   Dictionary of Greek

  • συντριβής — ές, Α [συντρίβω] 1. αυτός που ζει μαζί με κάποιον 2. αυτός που είναι συνηθισμένος σε κάτι μαζί με άλλον 3. συντετριμμένος …   Dictionary of Greek

  • συντρίβομαι — συντρίβομαι, συντρίφτηκα, συντετριμμένος βλ. πίν. 216 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ԲԵԿ — ( ) NBH 1 479 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 11c ա. συντετριμμένος contritus Արմատ Բեկանելոյ. որպէս Բեկեալ, խորտակեալ՝ իրօք կամ նմանութեամբ. կոտրած. ... *Անօթ բեկ. Մծբ. ՟Ժ՟Թ: եւ Եփր. աւետար.: *Զկոյրն, կամ զկաղն, կամ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԾԱԿՈՏ — (ի, կամ ից.) NBH 1 1001 Chronological Sequence: Early classical, 14c ա. συντετριμμένος conforatus, contritus, contusus. Ունօղ զծակ՝ զմի կամ զբազում. ծա՛կ, ծած ծակ, ծակծըկած. ... *Փորեցին իւրեանց գուբս ծակոտս. Երեմ. ՟Բ. 13: *Փոր մորոսի իբրեւ զաման …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”